- σουπέ
- το ακλ. поздний ужин (после полуночи)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σουπέ — το, Ν άκλ. μεταμεσονύκτιο δείπνο στο οποίο σερβίρονται κρύα φαγητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. souper < soupe «σούπα»] … Dictionary of Greek
σουπέ — το άκλ. (λ. γαλλ.), μεταμεσονύκτιο δείπνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σούπε, Βίλχελμ — (Schuppe). Γερμανός φιλόσοφος (Μπρηγκ, Κάτω Σιλεσία 1836 Μπρεσλάου 1913). θεωρείται ο μεγαλύτερος αντιπρόσωπος του ρεύματος εκείνου που ονομάστηκε «φιλοσοφία της εμμονής». Η σκέψη του Σ. επηρεάστηκε από το θετικισμό και τον εμπειριοκριτικισμό και … Dictionary of Greek
Σουπέ, Φραντς φον — (Suppe). Αυστριακός συνθέτης (Σπαλάτο Δαλματίας, 1819 Βιέννη, 1895). Το μουσικό ταλέντο του Σ. εκδηλώθηκε πολύ νωρίς: σε ηλικία 15 χρονών είχε συνθέσει λειτουργία που εκτελέστηκε στο ναό των Φραγκισκανών στη Ζάρα. Ο Σ., που διατέλεσε για πολλά… … Dictionary of Greek
σουπάρω — και σουπέρνω Ν παραθέτω ή παίρνω σουπέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουπέ κατά τα ρ. σε άρω / (ε)ρνω (πρβλ. σινιέ: σινι άρω)] … Dictionary of Greek
οπερέτα — θεατρικό είδος που αποτελείται από μουσικά μέρη (άριες, κοντσερτάτα, ενόργανη μουσική κλπ.) και από διάλογους σε πεζό, το οποίο δεν εμβαθύνει στα δραματικά στοιχεία, αλλά στηρίζεται στις αρετές, στην πολυτέλεια και στη γοητεία του ίδιου του… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
σουπάρω — και σουπέρνω τρώω το σουπέ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)